-
1 αναχεω
1) наливать, вливать(ὕδατος εἴκοσι μέτρα Hom. - in tmesi)
2) med.-pass. разливаться(Ὠκεανὸς ἀναχεῖται Arst.; ποταμοὴ ἀναχεόμενοι Plut.)
3) распространятьсяἀναχεομένη πραγμάτων γαλήνη Plut. — воцарившееся спокойствие
1 αναχεω
(ὕδατος εἴκοσι μέτρα Hom. - in tmesi)
(Ὠκεανὸς ἀναχεῖται Arst.; ποταμοὴ ἀναχεόμενοι Plut.)